Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Λιθουανία η

См. также в других словарях:

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανός — ή [Λιθουανία] ο κάτοικος τής Λιθουανίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λιθουανία …   Dictionary of Greek

  • Βαλτικές χώρες — Ονομασία των ανεξάρτητων κρατών της Εσθονίας, Λιθουανίας και Λετονίας, που βρίσκονται στην ανατολική ακτή της Βαλτικής θάλασσας. Ιστορία.Στους προϊστορικούς χρόνους η περιοχή κατοικήθηκε από ασιατικούς πληθυσμούς (τους ίδιους που εγκαταστάθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • βαλτική φυλή — Ανθρώπινη φυλή διαδεδομένη στην κεντρική Ευρώπη, μεταξύ των σλαβικών λαών, και κυρίως στις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), καθώς επίσης στη Λευκορωσία, στην Πρωσία και στην κεντρική Ρωσία. Σε μερικά φυσικά γνωρίσματα θυμίζει τη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Κούρμπσκι, Αντρέι Μιχαήλοβιτς — (Andrey Mikhaylovich Kurbski, Ρωσία 1528 – Λιθουανία 1583). Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας. Καταγόταν από την πριγκιπική οικογένεια των Γιαροσλάβ και σπούδασε φιλοσοφία, ρητορική και αστρονομία. Κατέλαβε ανώτατα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα… …   Dictionary of Greek

  • Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»